-
1 лежать
лежу, лежишь,επιρ. μτχ. лжа, ρ.δ.1. ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοίτομαι•лежать на солнце ξαπλάνω στον ήλιο•
лежать ничком ξαπλώνω μπρούμυτα•
лежать ниц ξαπλώνω πρηνηδόν, μπρούμυτα•
-навзничь ξαπλώνω ανάσκελα•
лежать на боку ξαπλώνω στο πλευρό•
лежать на спин ακουμπώ στη ραχη•
лежать пластом ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά.
|| μένω•без чувств μένω αναίσθητος•
лежать в обморок μένω λιπόθυμος.
|| είμαι άρρωστος•он -ит в больнице αυτός είναι άρρωστος στο νοσοκομείο.
|| σε συνδυασμό με λέξεις της ίδιας ρίζας: «лежмя», «лежнем», «в лёжку» προσδίδει επίταση•в лёжку лежать ξαπλώνω φεφδιά-πλατιά.
|| κείμαι (νεκρός).2. (για αντικείμενα) βρίσκομαι σε οριζόντια θέση, κείμαι. || είμαι, επικάθομαι, κείμαι.4. εκτείνομαι•город -ит на берегу моря η πόλη εκτείνεται κατά μήκος της παραλίας.
5. κάθομαι, κείμαι.6. περικλείνομαι, περιέχομαι.εκφρ.лежать на боку ή на печи – τεμπελιάζω•лежать под сукном – παίραμένω στο χρονοντούλαπό (για αιτήσεις, υποθέσεις κλπ.)• плохо лежит δεν είναι ασφαλισμένα, μπορεί να κλεφτεί•душа ή сердце не -ит к кому-чему – δεν είμαι καλοδιατεθημένος προς κάποιον ή για κάτι.ξαπλώνω, πλαγιάζω. -
2 основание
1. (сторона геометрической фигуры, перпендикулярная её высоте) η βάση 2. мат. η βάση 3. (нижняя часть предмета или сооружения) η βάση, το θεμέλιο, το υποστήριγμαпиримиди-новые - я (хим.биол.) οι πυριμιδίνεςбиол.) οι πουρίνες5. (причина, повод) о λόγος, το επιχείρημαна - и βάσει (του, της)на законном - и βάσει του νόμου, νόμιμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > основание